- Λαιστρυγονίην
- Λαιστρυγονίηfem acc sg (epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τηλέπυλος — ον, Α (για τόπο) αυτός που έχει πύλες σε μεγάλη απόσταση τη μια από την άλλη («Τηλέπολον Λαιστρυγονίην», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τηλ(ε) * + πυλος (< πύλη), πρβλ. ὑψί πυλος] … Dictionary of Greek